θεοσέβεια

θεοσέβεια
2317 θεοσέβεια
{сущ., 1}
богобоязненность, богопочитание, благочестие (1Тим. 2:10).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "θεοσέβεια" в других словарях:

  • θεοσεβεία — θεοσεβείᾱ , θεοσέβεια service fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοσεβείᾳ — θεοσεβείᾱͅ , θεοσέβεια service fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοσέβεια — service fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοσέβεια — και θεοσεβεία, η (AM θεοσέβεια) [θεοσεβής] ο σεβασμός προς τον θεό, η ευσέβεια …   Dictionary of Greek

  • θεοσέβεια — η 1. το να σέβεται κανείς το θεό, η ευσέβεια προς το θεό, θρησκευτικότητα. 2. (φιλοσ.), το θρησκευτικοφιλοσοφικό σύστημα του Θεόφιλου Καΐρη (1784 1853) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεοσεβείας — θεοσεβείᾱς , θεοσέβεια service fem acc pl θεοσεβείᾱς , θεοσέβεια service fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοσεβείαι — θεοσεβείᾱͅ , θεοσέβεια service fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοσεβειῶν — θεοσέβεια service fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοσεβείῃ — θεοσέβεια service fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοσέβειαι — θεοσέβεια service fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοσέβειαν — θεοσέβεια service fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»